Όταν πριν από 150 περίπου χρόνια ο Γερμανός Γουστάβος Κλάους (Gustav Clauss) εγκαταστάθηκε έξω από την Πάτρα και οινοποίησε την πρώτη γλυκιά μαυροδάφνη, αποκλείεται να φανταζόταν ότι θα γινόταν ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα προϊόντα του ελληνικού αμπελώνα. Ούτε βέβαια ότι σήμερα, η μαυροδάφνη, εκτός από τα εν δυνάμει εξαιρετικά γλυκά κρασιά, με τις γεωγραφικές ενδείξεις «Μαυροδάφνη Πατρών» και «Μαυροδάφνη Κεφαλλονιάς», θα έδινε τόσο σημαντικά όσο και ιδιαίτερα ξηρά κρασιά.
Το σχεδόν μαύρο χρώμα, τα πυκνά αρώματα αποξηραμένου δαμάσκηνου και μαύρης σταφίδας, το υψηλό αλκοόλ και η μέτρια οξύτητα που χαρακτηρίζουν τα κρασιά της ποικιλίας, ταιριάζουν γάντι σε ένα κλασικό προφίλ γλυκών κρασιών. Κατόπιν όμως, έρχεται η ιδιαίτερα πικάντικη «πικράδα», που δίνει μια σύνθετη διάσταση στο τελείωμα των κρασιών από μαυροδάφνη. Τα τελευταία χρόνια, τα ενδιαφέροντα αυτά χαρακτηριστικά συναντώνται όλο και περισσότερο και σε ξηρές οινοποιήσεις, με την απουσία των σακχάρων να ενισχύει ακόμα περισσότερο αυτό το παιχνίδι γλυκιά μύτη-ξινόπικρη γεύση, που θυμίζει έντονα τα σπουδαία Amarone του Veneto.