Αμοργιανό, παριανό, βάφτρα, μαύρη κουντούρα, μαντηλάρι... είναι λίγα μόνο από τα ονόματα της όψιμης ερυθρής ποικιλίας μανδηλαριά, που μαρτυρούν το βαθμό της εξάπλωσής της, ιδιαίτερα στη νησιωτική Ελλάδα. Από την εποχή του Παυσανία, η μανδηλαριά συμμετείχε ήδη στην παραγωγή του φημισμένου χιώτικου Αριούσιου οίνου. Σήμερα συμμετέχει σε ένα μεγάλο αριθμό ερυθρών, ροζέ, καθώς και επιδόρπιων κρασιών, με ισχυρή ταυτότητα και χαρακτήρα, αν και τα δείγματα μονοποικιλιακών από μανδηλαριά είναι σπάνια.
Στο Αιγαίο πέλαγος και στην Κρήτη χτυπά η καρδιά της μανδηλαριάς Στους ανεμοδαρμένους και ηλιοκαμένους αμπελώνες αυτών των νησιών η μανδηλαριά αποκτά χαρακτηριστικά πέρα από τα συνηθισμένα: βαθύ σκούρο χρώμα, αρώματα υπερώριμων φρούτων, ζωικά αρώματα (π.χ. δέρματος) και μέτριο σώμα, με ατίθασες, στιβαρές ταννίνες. Με σκληρή δουλειά στο αμπέλι και στο οινοποιείο, αλλά και μέσω ανάμειξης με άλλες ποικιλίες πολλοί αξιόλογοι οινοπαραγωγοί προσπαθούν να τιθασεύσουν το γενικώς αχαλίνωτο χαρακτήρα της μανδηλαριάς. Ωστόσο, μερικά χρόνια στη φιάλη είναι μάλλον ο καλύτερος τρόπος για να βρεθούμε μπροστά σε ένα «ευρωπαϊκό» κρασί, που με τη γεύση του μεταφέρει νοερά στον υπέροχο τόπο προέλευσής του.